- νόσφ'
- νόσφι , νόσφιindeclform (prep)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MELIAE et MELIADES — apud Hesych., Nympharum genus, Μηλιάδες, νύμφαι. Epimelides, Graece Ε᾿πιμηλίδες Scholiastae prisco Homeri, ad Iliad. v. ubi de Concilio Deorum Poeta, ipsô initiô, Οὔτε τις οὖν τοταμῶν ἀπέην, νόσφ᾿ Ωκεανοῖο. Οὔτ ἄρα Νυμφάων, τάιτ᾿ ἄλσεα καλὰ… … Hofmann J. Lexicon universale
νόσφι — και, πριν από φωνήεν, νόσφιν (Α) επίρρ. (ποιητ. τ.) (συν. στον Ομ. και στον Αισχύλ.) 1. (ως τοπ.) μακριά, απομακρυσμένα 2. (ως τροπ.) κατ ιδίαν, παράμερα, κρυφά 3. (σχετικά με πρόσ., αντικείμενα, καταστάσεις ή και ψυχική διάθεση) μακριά από… … Dictionary of Greek
οπισθίδιος — ὀπισθίδιος, ία, ον (Α) οπίσθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπισθεν + επίθημα ίδιος (πρβλ. νοσφ ίδιος)] … Dictionary of Greek